- ελέηση
- [-ις (-εως)] η1) милосердие, сострадание; 2) милостыня, подаяние
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελέηση — η ελεημοσύνη … Dictionary of Greek
ελέηση — η η ελεημοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλεήσῃ — ἐλεάω aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἐλεάω aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἐλεάω fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ἐλεέω to have pity on aor subj mid 2nd sg ἐλεέω to have pity on aor subj act 3rd sg ἐλεέω to have pity on fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεήσηι — ἐλεήσῃ , ἐλεάω aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἐλεήσῃ , ἐλεάω aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἐλεήσῃ , ἐλεάω fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ἐλεήσῃ , ἐλεέω to have pity on aor subj mid 2nd sg ἐλεήσῃ , ἐλεέω to have pity on aor subj act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτανεύω — (AM λιτανεύω) [λιτανός] 1. (αμτβ.) κάνω λιτανεία ή μετέχω σ αυτήν 2. (μτβ.) περιφέρω ένα ιερό αντικείμενο επικαλούμενος τη βοήθειά του («λιτανεύουν τὸ εἰκόνισμα», Μαχ.) μσν. αρχ. παρακαλώ, ικετεύω (α. «πολλὰ δέ μιν λιτάνευε γέρων ἱππηλάτα Οἰνεύς» … Dictionary of Greek